- υπόστη
- ἡ, Αβλ. ὑπώστη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποστῇ — ὑφίστημι place aor subj mid 2nd sg ὑφίστημι place aor subj act 3rd sg ὑποστάζω drop slowly fut ind mid 2nd sg (doric) ὑποστάζω drop slowly fut ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπώστη — και ὑπόστη, ἡ, Α 1. τύμβος 2. οστεοθήκη κάτω από βωμό ή ανδριάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπώστη / ὑπόστη, όπως και ο τ. εἰσώστη, είναι τ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή της με τη λ. ὀστοῦν παραμένει ανεπιβεβαίωτη] … Dictionary of Greek
ὑπόστα — ὑπόστᾱ , ὑφίστημι place aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) ὑπόστᾱ , ὑφίστημι place aor ind act 3rd sg (doric) ὑπόστᾱ , ὑπόστη fem nom/voc/acc dual ὑπόστᾱ , ὑπόστη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)